- νεκροκομίζω
- νεκροκομίζω ή νεκροκομῶ, -έω (Α) [νεκροκόμος]φροντίζω για την ταφή τών νεκρών, στολίζω νεκρούς, κηδεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
νεκροκομώ — νεκροκομῶ, έω (Α) βλ. νεκροκομίζω … Dictionary of Greek